- ασυζητητί
- [асизитити] εκίρ. безоговорочно,
Λεξικό Ελληνικά-ρωσική νέα (Греческо-русский новый словарь). 2014.
Λεξικό Ελληνικά-ρωσική νέα (Греческо-русский новый словарь). 2014.
ασυζητητί — επίρρ. 1. χωρίς καμιά συζήτηση 2. αναμφίβολα, αναντίρρητα. [ΕΤΥΜΟΛ. < ασυζήτητος. Η λ. μαρτυρείται από το 1889 στην εφημερίδα Ακρόπολις] … Dictionary of Greek
Adverb — ExamplesSidebar|28% * The waves came in quickly over the rocks. * I found the film amazingly dull. * The meeting went well, and the directors were extremely happy with the outcome. * Crabs are known for walking sideways. * I often have eggs for… … Wikipedia
χωρίς — ΝΜΑ, και χῶρι και σε επιγρ. χωρί Α (ως καταχρ. πρόθεση) δίχως, άνευ (α. «χωρίς θέρμη θερμάθηκε», δημ. τραγούδι β. «χωρίς να θέλεις έξαφνα βαριά ν αναστενάζεις», Βαλαωρ. γ. «χωρὶς ποδοψήστρων τε καὶ τῶν ποικίλων κληδὼν ἀϋτέϊ», Αισχύλ.) νεοελλ. φρ … Dictionary of Greek